πολυγάλακτον

πολυγάλακτον
πολυγάλακτος
with much milk
masc/fem acc sg
πολυγάλακτος
with much milk
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυγάλακτος — η, ο / πολυγάλακτος, ον, ΝΑ 1. αυτός που περιέχει πολύ γάλα 2. (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο γάλα («πολυγάλακτον ζῷον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γάλακτος (< γάλα, ακτος), πρβλ. ομο γάλακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”